ερπετώδης

ερπετώδης
ης, ες
1) изобилующий пресмыкающимися; 2) похожий на пресмыкающееся; 3) перен. раболепный, угодливый (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ερπετώδης" в других словарях:

  • ἑρπετώδης — snake like masc/fem acc pl (attic epic doric) ἑρπετώδης snake like masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἑρπετώδης snake like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερπετώδης — ες (AM ἑρπετώδης, ες) [ερπετό] αυτός που μοιάζει με ερπετό, ο οφιοειδής νεοελλ. 1. (για τόπο) αυτός που είναι γεμάτος ερπετά 2. χαμερπής, ποταπός αρχ. φρ. «ἑρπετώδης προβολή» η προβοσκίδα τού ελέφαντα …   Dictionary of Greek

  • ἑρπετώδει — ἑρπετώδης snake like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἑρπετώδης snake like masc/fem/neut dat sg ἑρπετώδεϊ , ἑρπετώδης snake like dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπετώδη — ἑρπετώδης snake like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἑρπετώδης snake like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἑρπετώδης snake like masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπετῶδες — ἑρπετώδης snake like masc/fem voc sg ἑρπετώδης snake like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπετώδεα — ἑρπετώδης snake like neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἑρπετώδης snake like masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπετώδεις — ἑρπετώδης snake like masc/fem acc pl ἑρπετώδης snake like masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπετώδους — ἑρπετώδης snake like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»